• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cast on vi phrasal (knitting: make first stitches) (πλέξιμο)ρίχνω τους πρώτους πόντους έκφρ
 To knit a sweater you cast on the bottom edge, and knit upward towards the neck.
cast on vtr phrasal sep (knitting: start first stitches) (πλέξιμο)ρίχνω ρ μ
 Using large needles and chunky wool, cast on 30 stitches.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cast a spell on [sb/sth] v expr figurative (enchant, seduce) (μεταφορικά)μαγεύω, σαγηνεύω ρ μ
 The skilful musician's passionate performance cast a spell on the entire audience.
 Η παθιασμένη εκτέλεση του δεξιοτέχνη μουσικού μάγεψε όλο το κοινό.
cast a spell on [sth/sb] v expr (witchcraft: charm or curse)κάνω μάγια σε κπ/κτ έκφρ
cast aspersions on [sb/sth] v expr (disparage, slander)κακολογώ ρ μ
  δυσφημώ ρ μ
cast doubt on [sth] v expr (dispute the authenticity of [sth])θέτω εν αμφιβόλω περίφρ
  κινώ αμφιβολίες για κτ περίφρ
  δημιουργώ αμφιβολίες για κτ περίφρ
  θέτω κτ υπό αμφισβήτηση περίφρ
 The recent scientific discoveries cast doubt on previous theories.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cast on' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cast on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cast on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!